- γογγυλίδιον
- γογγῠλίδιον, τό,A = καταπότιον, Hp. ap. Erot. (γογγυλίδα codd.), Gal.19.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γογγυλίδιον — γογγυλίδιον, το (Α) [γογγύλος] χάπι … Dictionary of Greek
γογγυλίδια — γογγυλίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)